Μπροστά στο Ναό_Προσκυνητάρι Αγίας Γης
Περπατώ όσο μπορώ πιο γρήγορα, οι πλάκες στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλεως δεν μου επιτρέπουν να αναπτύξω ταχύτητα, είναι γλιστερά σαν τζάμι από τα χρόνια και τα πόδια που τις έχουν πατήσει, αν και πραγματικά πανέμορφες. Τι δεν είναι όμορφο εδώ; Τι δεν είναι αρμονικά δεμένο; Αφού Εσύ όλα εδώ τα ευλόγησες. Σαν από μόνα τους, τα χέρια μου τεντώνονται, για να ακουμπήσουν τους τοίχους ανάμεσα στο στενό δρομάκι, μάλλον ζηλεύοντας τα πόδια που μπορούν να ακουμπούν το έδαφος που πάτησες, Κύριε, για να «κλέψουν» και αυτά λίγη ευλογία.
Αν και εξαντλημένος από το ταξίδι, νιώθω σαν να έχω φτερά στα πόδια, σαν να έχω πόδια μικρού παιδιού. Η χαρά μου απερίγραπτη, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι εδώ. Πηγαίνω δεξιά και αριστερά, σαν μικρό κατσικάκι που χοροπηδά, επειδή είδε τη μάνα του, και παίζει γύρω της. Τα χρώματα από τα μαγαζάκια σε όλη μου την πορεία ηρεμούν τα μάτια μου και το μοναδικό άρωμα που όλη η Πόλη απλόχερα προσφέρει γαληνεύει την ψυχή μου. Μεγάλη η χαρά μου, που με αξίωσε ο Θεός να είμαι εδώ ξανά.
Κόσμος πάει κι έρχεται. Μπροστά απ’ τα μάτια μου περνούν σαν αστραπή πολλές μορφές ανθρώπων. Να, δεξιά μου με προσπερνά ένας ορθόδοξος Εβραίος με το κουστούμι του το μαύρο, το πλατύ του καπέλο και τα κοτσιδάκια του να παίζουν δεξιά και αριστερά στο πρόσωπο του. Πιο κάτω βλέπω μια παρέα μουσουλμάνων να τρίβουν ελαφρά τα πρόσωπα τους με τις χούφτες των χεριών τους. Και καθώς στρίβω στη γωνία, έξω ακριβώς από το μαγαζάκι του Θεοδόση με τα σουβενίρ, «κουτελώνω» εγώ, ένας Χριστιανός Ορθόδοξος ιερέας, με ένα Λατίνο ιερέα. Ένα χαμόγελο αυτός κι ένα εγώ και συνεχίζουμε την πορεία μας. Εδώ είναι η Πόλη των Τριών Μονοθεϊστικών Θρησκειών ή, όπως αλλιώς θα το ακούσουμε, η Πόλη των Αβρααμικών Θρησκειών, που σημαίνει ότι είναι οι θρησκείες που έχουν ως κοινή τους ρίζα τον Αβραάμ. Τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, ήθη και έθιμα, και όμως όλα δένουν αρμονικά μεταξύ τους, τίποτα δεν ξενίζει. Όλοι και όλα προσφέρουν το χρώμα και τη ζωντάνια τους σε αυτό τον θαυμάσιο πίνακα που απλώνεται μπρος τα μάτια μου.
Ακόμα τρία, ακόμα δύο, ακόμα ένα σκαλοπάτι, τα πόδια μου πατούν στην Αγία Αυλή, στρέφομαι αριστερά και τα μάτια μου αντικρίζουν τον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως. Μέσα σε αυτόν τον Ναό βρίσκονται όλα: ο Γολγοθάς, η Αγία Αποκαθήλωση, ο Πανάγιος Τάφος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τα μάτια είναι ήδη υγρά από δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης που είμαι εδώ ξανά. Σε ευχαριστώ, Θεέ μου! Κάνω μερικά βήματα προς τον Ναό και σταματώ, σηκώνω το βλέμμα ψηλά και αντικρίζω το υπέροχο καμπαναριό με την σημαία την άσπρη με τον κόκκινο σταυρό, κατεβάζω τα μάτια και ένα «να’ ναι πάντα καλά» φεύγει από τα χείλη μου για όλους τους Πατέρες του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, που κάτω από δύσκολες συνθήκες στέκουν όρθιοι με τη δύναμη του Θεού και κρατούν τα Πανάγια Προσκυνήματα, την Πίστη και την γλώσσα μας ψηλά.
Συνεχίζω αργά, εγώ που πριν έτρεχα για να βρεθώ εδώ, σαν να μην μπορώ να πάω πιο γρήγορα, και πλέον είμαι στη μέση της Αγίας Αυλής. Σταματώ ξανά και τώρα νιώθω την ανάγκη να πω μια προσευχή, μια δοξολογία. Αλλά τι να πω, Θεέ μου, που να μπορεί να εκφράσει όσα θέλω εγώ ο αμαρτωλός δούλος σου; Μια προσευχή μού έρχεται στο νου και χωρίς να το καλοσκεφτώ, αρχίζω να ψάλλω: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Πιο πέρα επαναλαμβάνουν και άλλοι τον λαμπρό ύμνο της Αναστάσεως, σαν να πάτησα κάποιο κουμπί και πήραν μπρος. Πίσω μου μια παρέα νεαρών το ίδιο και μια κυρία, μάλλον Κινέζα, ολόχαροι «πυροβολούν» ασταμάτητα με τις φωτογραφικές τους μηχανές και τα κινητά τους τηλέφωνα, νομίζοντας πως πρόκειται για κάποια τελετή. Δόξα τω Θεώ!
Τώρα πια στέκομαι μπροστά στην μεγάλη πύλη, δυο βήματα μένουν μόνο και μετά θα βρίσκομαι μέσα στο Ναό της Αναστάσεως που τόσο λαχταρώ. Κοντοστέκομαι. Εδώ σταμάτησε η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν, λόγω των πολλών αμαρτιών της, εμποδίστηκε να μπει στο Ναό, την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Από εδώ άλλαξε και η ζωή της, υπέγραψε το «συμφωνητικό της» με την Παναγία μας και αφού της επετράπη να μπει και να προσκυνήσει, έφυγε για την έρημο του Ιορδάνη, όπου έδειξε έμπρακτα τη μετάνοιά της και με τη Χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου έλαβε το Φωτοστέφανο και έγινε για όλους εμάς η Βασίλισσα της μετανοίας. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»: μόνο αυτό μπορώ να πω και να ξαναπώ. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Γυρνώ αριστερά, δυο βήματα ανάμεσα από τον κόσμο, περιμένω λίγο και να τα χέρια μου απλώνονται και χαϊδεύουν τη σχισμή στην Αγία Κολόνα. Το κεφάλι μου πλησιάζει με φόβο Θεού και τα χείλη μου προσκυνούν εκεί όπου έγινε ένα άλλο θαυμαστό γεγονός προς δόξαν Θεού. Ακουμπώ το μέτωπο μου στην Αγία Κολόνα, κλείνω τα μάτια και νιώθω ότι το γεγονός που πραγματοποιήθηκε εδώ και που η σχισμένη κολόνα πιστοποιεί, είναι σαν «χαλί εισόδου» στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως.
Εδώ έφτασε ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων την καθορισμένη ημέρα και ώρα, για να πραγματοποιήσει την τελετή της Αφής του Αγίου Φωτός εντός του Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου, όπως όριζε και ορίζει η Παράδοση της Εκκλησίας μας και όπως ο ίδιος ο Θεός επιτρέπει (1579 μ. Χ.). Όμως βρήκε την θύρα κλειστή, γιατί οι Αρμένιοι είχαν κλείσει το Ναό με άδεια του Σουλτάνου (τον οποίο με δόλο είχαν πλησιάσει και του είχαν δώσει και το ανάλογο μπαξίσι) και προσπαθούσαν εκείνοι να λάβουν το Άγιο Φως.
Ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων ζητά από τους ιερείς, τους διακόνους και τον πιστό λαό να γονατίσουν και να προσευχηθούν, γιατί η ώρα είχε περάσει και οι Αρμένιοι δεν έβγαιναν από το Ναό με το Άγιο Φως. Σε λίγο ιδού το μέγα γεγονός: η κολόνα σχίστηκε και το Άγιο Φως που βγήκε από τη σχισμή άναψε τα κεριά που είχε στα χέρια του ο Ορθόδοξος Πατριάρχης, ενώ ο Αρμένιος που βρισκόταν εντός του Παναγίου Τάφου δεν κατόρθωσε να πάρει το Άγιο Φως και αποχώρησε ντροπιασμένος. Αυτό το θαυμαστό γεγονός μαρτύρησε και ο εμίρης Τούνομ, που ήταν φρουρός στην Αγία Πόρτα και είδε όλα τα γεγονότα από την αρχή. Όταν ο Σουλτάνος έμαθε το θαύμα της σχισμένης κολόνας, έβγαλε φιρμάνι, βάσει του οποίου αναγνώριζε ως δικαίωμα να παίρνει το Άγιο Φως μόνο ο ελληνορθόδοξος Πατριάρχης.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εδώ, με ακουμπισμένο το μέτωπό μου πάνω στην κολόνα. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου, σαν να μου έλεγε: «Προχώρα, είμαστε και εμείς εδώ» και έτσι γύρισα και οδηγήθηκα ξανά στο πλατύσκαλο, μπροστά στην πύλη του Ναού της Αναστάσεως, χάιδεψα την μεγάλη ξύλινη πόρτα που τόσα χέρια την έχουν αγγίξει και ετοιμάζομαι να μπω…
Γράφει ο π.Ιωάννης Νικολάου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου