Μέσα στο Ναό-Γολγοθάς_Προσκυνητάρι Αγίας Γης
Η ώρα είναι 10:20 και το φως του αυγουστιάτικου ήλιου ήδη ζεσταίνει τα πάντα γύρω μου. Στέκομαι στην είσοδο του Ναού της Αναστάσεως του Κυρίου μας και μπροστά μου, στα δέκα βήματα περίπου, είναι η πλάκα της Αγίας Αποκαθηλώσεως με τα μεγαλοπρεπέστατα καντήλια από πάνω της να τη φωτίζουν. Γύρω της τουλάχιστον είκοσι άνθρωποι, πεσμένοι στα γόνατα, προσκυνούν και πάνω από πενήντα να περιμένουν να κάνουν το ίδιο.
Κάνω το Σταυρό μου, δύο βήματα μπροστά και στρίβω δεξιά. Μπροστά μου τώρα οι μαρμάρινες σκάλες που οδηγούν στον Γολγοθά. Εκεί θα πάω πρώτα, εκεί θέλω πρώτα να προσκυνήσω και μετά να οδηγηθώ στην Αγία Αποκαθήλωση. Ανέβηκα τα είκοσι επτά σκαλοπάτια, σαν να ήταν ένα με δύο. Δεν νιώθω καθόλου κούραση, ενώ κανονικά έπρεπε να έχω λαχανιάσει. Δόξα τω Θεώ! Τώρα επιτέλους βρίσκομαι στο Γολγοθά.
Και εδώ ο κόσμος πολύς, από όλα τα μέρη του κόσμου. Μπροστά μου μια δεκαριά γυναίκες και άνδρες με πολύχρωμα ρούχα. Μπροστά τους η οδηγός τους κρατά στα χέρια της ένα σημαιάκι, για να την ακολουθούν και να μη χαθούν. Έτσι καταλαβαίνω ότι είναι από την Αιθιοπία. Έχω μπει στη σειρά, για να προσκυνήσω και εγώ στο ακριβές σημείο της Σταυρώσεως του Θεανθρώπου, του Κυρίου και Θεού μας.
Ο Φρικτός Γολγοθάς χωρίζεται σε δύο παρεκκλήσια. Τώρα στέκομαι σε αυτό των Λατίνων. Μπροστά μου ένα υπέροχο ψηφιδωτό που εικονίζει τη σκηνή της Σταυρώσεως του Κυρίου. Προχωράμε αργά και τώρα στα δεξιά μου έχω σε κορνίζα την ολόγλυφη εικόνα της Θεοτόκου, που δέχεται το πλήγμα της ρομφαίας. Ένα βήμα ακόμα και τώρα είμαι στο Ορθόδοξο παρεκκλήσιο και βλέπω καθαρά την Αγία Τράπεζα, κάτω από την οποία βρίσκεται, μέσα στο βράχο, η τρύπα στην οποία σφηνώθηκε ο Τίμιος Σταυρός. Είναι η σειρά των Αιθιόπων προσκυνητών να προσκυνήσουν. Περιμένω και σηκώνω το βλέμμα, κοιτώντας δεξιά, πίσω από την Αγία Τράπεζα. Αντικρίζω τον Εσταυρωμένο σε φυσικό μέγεθος, ενώ στο πλάι του η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος αναπαριστούν ακριβώς την ιερή στιγμή. Ρίγη συγκινήσεως με πλημμυρίζουν και από μέσα μου ψάλλω: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας…».
Στο κάτω μέρος και γύρω από την Αγία Τράπεζα, με τζάμι καλυμμένο βλέπω τον βράχο, όπως ακριβώς ήταν στα χρόνια του Ιησού. Να και η μεγάλη ρωγμή που καταλήγει στο παρεκκλήσιο του Αδάμ και δημιουργήθηκε με το σεισμό που έγινε, μόλις ο Κύριός μας παρέδωσε το πνεύμα. Στο νου μου έρχεται το χωρίο από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,…».
Και να! Έφτασε και η σειρά μου. Ο Έλληνας Αγιοταφίτης Πατέρας, με τις κακουχίες ζωγραφισμένες στο πρόσωπο του αλλά με μάτια γεμάτα γαλήνη και φως, με καλεί.
- Την ευχή σου, πάτερ. Καλώς ήρθες. Έλα από εδώ.
- Την ευχή σου, απαντώ. Να είστε καλά. Καλή δύναμη στο έργο σας.
- Να είστε καλά. Προσκυνήστε τώρα.
Στέκομαι πλέον μπροστά από την Αγία Τράπεζα, κάνω το Σταυρό μου, βάζω μετάνοια και γονατίζω. Σέρνομαι λίγο προς τα μέσα και ακουμπώ πρώτα την επιφάνεια ενός σκαλιστού δίσκου. Η επιφάνειά του είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Αγγίζω μια- μια τις σκηνές του Πάθους του Κυρίου μας, ενώ μπροστά μου βλέπω την εικόνα του Νυμφίου. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τώρα το δεξί μου χέρι είναι στο κέντρο του δίσκου και μέσα από την τρύπα αγγίζω το βράχο και το ακριβές σημείο της Σταυρώσεως Του. Μένω λίγο σε αυτή τη θέση προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Τριαδικό μας Θεό για αυτή την ευλογία.
Σηκώνομαι και απομακρύνομαι αργά, μη μπορώντας να πάρω το βλέμμα μου από την Αγία Τράπεζα. Βρίσκω μια άδεια θέση απέναντί της, στο βάθος ανάμεσα σε άλλους προσκυνητές, και κάθομαι όχι για να ξεκουραστώ, αλλά για να μη χάσουν τα μάτια μου αυτή την εικόνα. Από το πρώτο μου προσκύνημα στην Αγία Γη, ο Γολγοθάς με καθήλωνε. Μπορώ να βρίσκομαι στο ίδιο αυτό σημείο για ώρες, απλώς κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο με τα δεκαπέντε ακοίμητα κανδήλια που κρέμονται πάνω από την Αγία Τράπεζα. Νιώθω μια κένωση και αυτό με ησυχάζει.
- Πάτερ, πάτερ! Την ευχή σας.
Ένα παιδί γύρω στα δεκαπέντε παίρνει το χέρι μου και το ασπάζεται επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα.
- Του Κυρίου μας. Να είσαι καλά, παιδί μου. Πως σε λένε;
- Γιώργο και είμαι από την Θεσσαλονίκη. Εσείς πάτερ;
- Εγώ Γιώργο είμαι από την Κρήτη, από το Ηράκλειο και με λένε π. Ιωάννη.
- Πάτερ, συγνώμη, ήθελα να σας ρωτήσω κάτι. Ξέρετε τι είναι αυτό το παράθυρο εκεί;
Ο Γιώργος με το χέρι του απλωμένο μου έδειξε στη νότια πλευρά του Γολγοθά ένα παράθυρο.
- Α, Γιώργο αυτό το παράθυρο έχει μεγάλη ιστορία, όπως βέβαια και όλα εδώ. Αυτό το παράθυρο ήταν πριν η εξωτερική πόρτα του Γολγοθά. Από αυτή λοιπόν την πόρτα μπήκε νικητής ο αυτοκράτορας Ηράκλειος το 626 μ.Χ., όταν επέστρεψε νικητής από την εκστρατεία του εναντίων των Περσών μεταφέροντας τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό στον ώμο του. Μαζί του ήταν και ο Πατριάρχης Ζαχαρίας, που μέχρι τότε ήταν εξόριστος. Καθώς έμπαινε ο Ηράκλειος στον Φρικτό Γολγοθά , έπεσε από το κεφάλι του το βασιλικό στέμμα. Στεναχωρήθηκε, θεώρησε αυτό το γεγονός ως κακό σημάδι και αμέσως είπε στον Πατριάρχη ότι κάτι άσχημο θα του συμβεί. Εκείνος τον καθησύχασε και του εξήγησε το γεγονός. Του είπε λοιπόν: «Πως εσύ ο θνητός βασιλιάς, που κουβαλάς στους ώμους σου τον Σταυρό του Μεγάλου Βασιλέα, του Ιησού Χριστού, φοράς στέμμα;». Κατάλαβε τα λόγια του Πατριάρχη και αμέσως διέταξε την πόρτα αυτή να τη μετατρέψουν σε παράθυρο, ώστε να μην περάσει από εκεί ξανά κανείς, γιατί ο χώρος ήταν ιερός και απαραβίαστος, ακόμα και για ένα βασιλιά. Μάλιστα μετά από αυτό το γεγονός, ο Ηράκλειος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα δεκαπέντε μέρες ξυπόλυτος και χωρίς να φορά στέμμα. Για το λόγο αυτό μέχρι σήμερα, Γιώργο, αν βρεθείς εδώ στο Γολγοθά και τελεί την Θεία Λειτουργία ο Πατριάρχης ή άλλος αρχιερέας, θα δεις πως δεν φορά μίτρα.
- Ευχαριστώ, πάτερ, την ευχή σου.
Άρπαξε ο Γιώργος ξανά το χέρι μου και το ασπάστηκε.
- Του Κυρίου μας, Γιώργο. Να είσαι καλά και βοήθεια σου όλα τα Πανάγια Προσκυνήματα.
- Ευχαριστώ, είπε κατεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι. Θα τα ξαναπούμε! Την ευχή σας!
Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στην Αγία τράπεζα του Φρικτού Γολγοθά. Κόσμος συνεχίζει να προσκυνά και παρόλο που οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι (μερικοί είχαν έρθει κατευθείαν από το αεροδρόμιο), περιμένουν υπομονετικά. Τι κι αν ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα!
Αφήνω τα μάτια και το νου να ξεκουραστούν στο Σταυρό Σου και μουρμουρίζω: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Γράφει ο π.Ιωάννης Νικολάου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου